τειχίο
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
Greek Monolingual
το / τειχίον, ΝΜΑ τεῑχος
τοίχος περιβόλου
νεοελλ.
στον πληθ. τα τειχιά
τείχη πόλης ή πύργου («τα τειχιά του παλατιού», Ερωτόκρ.)
αρχ.
1. τοίχος οικοδομήματος («τῇ μὲν τειχία τε καὶ οἰκίας εἷργον», Θουκ.)
2. φράχτης («τάφρους διαπηδᾱν, τειχία ὑπερβαίνειν», Ξεν.)
3. μτφ. στον πληθ. τὰ τειχία
εμπόδισμα, παρεμπόδιση («πάντα ταῡτα ὑπερβάντες τὰ τειχία διελέχθησαν τοῑς ἐρασταῑς», Λιβάν.).