Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick
βοστρυχοῡμαι (-όομαι) (AM) βόστρυχοςέχω ή αποκτώ βοστρύχους.