αποναρκώνω
From LSJ
Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau
(Μ ἀποναρκῶ, -όω, Α ἀποναρκοῡμαι, -όομαι)
νεοελλ.
ναρκώνω κάποιον
αρχ.-μσν.
είμαι εντελώς ναρκωμένος ή μουδιασμένος.