κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung
(ΑΜ παιδοτροφῶ, -έω, Α δ. γρφ. παιδιοτροφῶ, -έω) παιδιοτρόφοςανατρέφω παιδιάμσν.παθ. παιδοτροφοῡμαι, -έομαι(για φυτό) αυξάνομαι, μεγαλώνω.