μεγαλώνω
καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία → and peace on earth and good will to men, and peace on earth and good will to all
Greek Monolingual
(Μ μεγαλώνω)
1. καθιστώ, κάτι μεγάλο ή μεγαλύτερο από όσο είναι, μεγεθύνω, αυξάνω («θα μεγαλώσω το οικόπεδό μου αγοράζοντας και το διπλανό κτήμα»)
2. μτφ. ανατρέφω κάποιον («μεγαλώνει το παιδί της χωρίς την οικονομική υποστήριξη του συζύγου της»)
3. γίνομαι μεγαλύτερος από όσο είμαι, αυξάνομαι, αναπτύσσομαι («από μικρόν αβγό πουλί μικρόν εβγαίνει... και με καιρό πληθαίνει, κάνει κορμί, κάνει φτερά, καθ' ώρα μεγαλώνει», Ερωτόκρ.)
4. συνεκδ. γίνομαι σπουδαίος, προκόβω, προάγομαι
5. γίνομαι μεγαλύτερος στην ηλικία, ενηλικιώνομαι, ωριμάζω
νεοελλ.
1. μεγαλοποιώ, εξογκώνω, υπερβάλλω («μη μεγαλώνεις τα πράγματα»)
2. κάνω κάποιον σπουδαίο, ευνοώ, προωθώ
μσν.
1. προσδίδω μεγαλείο σε κάποιον
2. (ιδίως για τον Θεό) αναδεικνύομαι, αποκτώ μεγαλείο («ὅσον περισσότερον μεγαλώνει μία ψυχή εἰς τὲς ἀρετές, τόσον περισσότερον φαίνεται νὰ μεγαλώνει καὶ ὁ Θεὸς εἰς ἐκείνην», Ροδινός)
3. (η μτχ. μέσ. παρακμ. ως επίθ.) μεγαλωμένος, -η, -ον
ογκώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μεγαλύνω μέσω ενός αμάρτυρου μεγαλῶ].