Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
(AM λιθῶ, -όω, Μ και λιθώνω και λιθιώνω) λίθος
μεταβάλλω κάτι σε πέτρα, απολιθώνω
αρχ.
1. (ως απρόσ.) λιθοῡται
γίνεται απολίθωση
2. (το ουδ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) τὸ λελιθωμένον
το λιθόστρωτο.