λιθώνω

From LSJ
Revision as of 07:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482

Greek Monolingual

(AM λιθῶ, -όω, Μ και λιθώνω και λιθιώνω) λίθος
μεταβάλλω κάτι σε πέτρα, απολιθώνω
αρχ.
1. (ως απρόσ.) λιθοῡται
γίνεται απολίθωση
2. (το ουδ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) τὸ λελιθωμένον
το λιθόστρωτο.