απολιθώνω

From LSJ

χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good

Source

Greek Monolingual

(AM ἀπολιθῶ, -όω) λιθώνω
μεταβάλλω, μεταμοφώνω σε λίθο
νεοελλ.
κάνω κάποιον να μείνει άναυδος, ακίνητος, τον αποσβολώνω.