χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good
(AM ἀπολιθῶ, -όω) λιθώνωμεταβάλλω, μεταμοφώνω σε λίθονεοελλ.κάνω κάποιον να μείνει άναυδος, ακίνητος, τον αποσβολώνω.