λιθώνω

From LSJ

Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr

Menander, Monostichoi, 72

Greek Monolingual

(AM λιθῶ, -όω, Μ και λιθώνω και λιθιώνω) λίθος
μεταβάλλω κάτι σε πέτρα, απολιθώνω
αρχ.
1. (ως απρόσ.) λιθοῦται
γίνεται απολίθωση
2. (το ουδ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) τὸ λελιθωμένον
το λιθόστρωτο.