Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
Μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ → One swallow does not a summer make
(AM βεβηλῶ, -όω) βέβηλοςκαθιστώ κάτι βέβηλο, μιαίνω, δεν σέβομαι την ιερότητά τουαρχ.-μσν.καταλύω, αθετώ («βεβηλοῡντα τὸ Σάββατον»).