Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück
(AM βεβηλῶ, -όω) βέβηλος
καθιστώ κάτι βέβηλο, μιαίνω, δεν σέβομαι την ιερότητά του
αρχ.-μσν.
καταλύω, αθετώ («βεβηλοῡντα τὸ Σάββατον»).