ανθρωποτόκος

From LSJ
Revision as of 06:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τότ' ἦν ἐγώ σοι πάνθ', ὅτε φαύλως ἔπραττες → At the time you were doing badly, I used to be everything for you (Menander, Woman of Samos 380)

Source

Greek Monolingual

ἀνθρωποτόκος, η (AM)
αυτή που γέννησε άνθρωπο, που είναι μητέρα ανθρώπου (χρησιμοποιείται σε θεολογικά κείμενα που υποστηρίζουν ή αντικρούουν το δόγμα περί της διπλής φύσης του Χριστού)
«μὴ τὴν ἁγίαν παρθένον τὴν θεοτόκον ἐτόλμησέ τις ἡμῶν καὶ ἀνθρωποτόκον εἰπεῑν» (Γρηγόριος Νύσσης)
«Χριστοτόκον, Κυριοτόκον, άνθρωποτόκον έμάθομεν ἀπό τῆς γραφῆς λέγειν, θεοτόκον δὲ οὐδαμῶς ἐδιδάχθημεν λέγειν» (Νεστόριος).