ἀνθρωποτόκος
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρωποτόκος: -ον, θηλ. ἡ τεκοῦσα ἄνθρωπον, ἢ ἀποκύημα ἀνθρωπίνης φύσεως, Ἐκκλ.
Spanish (DGE)
-ον
que es madre del Hombre epít. de la Virgen, op. θεοτόκος Gr.Nyss.Ep.3.24, Thdr.Mops.M.66.992B, Cyr.Al.Apol.Thdt.1.15 (p.113).