χαλκοπρόσωπος

From LSJ
Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542

German (Pape)

[Seite 1331] mit ehernem, eisernem Gesicht, unverschämt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκοπρόσωπος: -ον, ὁ ἔχων πρόσωπον χαλκοῦν, ἀναιδής, ἀδιάντροπος, ἡμῖν ἔθος πολλάκις τοὺς ἐρυθριᾶν μὴ εἰδότας χαλκοπροσώπους καλεῖν Ἰω. Χρυσ. τ. 6, σ. 225, 34.

Greek Monolingual

-ον, Α
μτφ. αναιδής, αδιάντροπος («ἡμῖν ἔθος πολλάκις τοὺς ἐρυθριᾱν μὴ εἰδότας χαλκοπροσώπους καλεῑν», Ιωάνν. Χρυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. αἰγο-πρόσωπος, μακρο-πρόσωπος.