εξημερώνω
From LSJ
Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίον → Onus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt
Greek Monolingual
(AM ἐξημερῶ, -όω) ημερώ
μετατρέπω κάτι ή κάποιον από άγριο σε ήμερο («ἐξημερωμένα ζῶα», «ἐξημερῶσαι γαῑαν»)
2. εκπολιτίζω («ἔτι μᾱλλον αὐτὸν ἐξημέρωσε διὰ παιδείας», Πλάτ.)
3. καταπραΰνω.