ραντισμός

From LSJ
Revision as of 16:15, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "κρεῑττον" to "κρεῖττον")

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source

Greek Monolingual

ο / ῥαντισμός, ΝΜΑ ῥαντίζω
το ράντισμα με αγιασμένο νερό ή άλλο υγρό για εξαγνισμό (α. «ὕδωρ ῥαντισμοῡ ἅγνισμά ἐστι», ΚΔ
β «αἵματι ῥαντισμοῡ κρεῖττον λαλοῡντι παρὰ τὸν Ἄβελ», ΚΔ)
νεοελλ.
ο ψεκασμός.