κεραμεούς

From LSJ
Revision as of 15:20, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῦν(" to "οῦν (")

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542

Greek Monolingual

κεραμεοῡς, -ᾱ, -οῦν (Α) κέραμος
αυτός που έχει κατασκευαστεί από κέραμο, κεράμειος, πήλινος.