ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
δενδραῑος, -α, -ον (Α) δένδρονόποιος παράγεται ή προέρχεται από δένδρο.