ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
και κνημαίος, -α, -ο (AM κνημιαῑος και κνημαῑος, -αία, -ον) κνήμηαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κνήμη («κνημιαίος μυς»).