φιλογενναίος

From LSJ
Revision as of 12:44, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔνθα μὲν οὔτε βοῶν οὔτ' ἀνδρῶν φαίνετο ἔργα → from there no works of men or oxen appeared

Source

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που του αρέσει καθετί το ευγενές και υψηλό
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλογενναῑον
η αγάπη για καθετί το ευγενές και το υψηλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + γενναῖος.