ἔνθα μὲν οὔτε βοῶν οὔτ' ἀνδρῶν φαίνετο ἔργα → from there no works of men or oxen appeared
-ον, Α
1. αυτός που του αρέσει καθετί το ευγενές και υψηλό
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλογενναῑον
η αγάπη για καθετί το ευγενές και το υψηλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + γενναῖος.