Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστοςἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
Menander, Monostichoi, 501
Greek Monolingual
-ον, Α 1. αυτός που του αρέσει καθετί το ευγενές και υψηλό 2.το ουδ. ως ουσ.τὸ φιλογενναῖον η αγάπη για καθετί το ευγενές και το υψηλό. [ΕΤΥΜΟΛ.<φιλ(ο)- +γενναῖος.