διαπασῶν, διατεσσάρων, διαπέντε → through all, through four, through five (Pythagorean musical terms)
ἡμιωριαῖος, -α, -ον (Α)1. αυτός που διαρκεί μισή ώρα2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡμιωριαῑονη διάρκεια μισής ώρας.[ΕΤΥΜΟΛ. ημι- + ωριαίος].