ημιωριαίος

From LSJ
Revision as of 12:50, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αῑος" to "αῖος")

Greek Monolingual

ἡμιωριαῖος, -α, -ον (Α)
1. αυτός που διαρκεί μισή ώρα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡμιωριαῑον
η διάρκεια μισής ώρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. ημι- + ωριαίος].