διαπασῶν

From LSJ

ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπᾱσῶν Medium diacritics: διαπασῶν Low diacritics: διαπασών Capitals: ΔΙΑΠΑΣΩΝ
Transliteration A: diapasō̂n Transliteration B: diapasōn Transliteration C: diapason Beta Code: diapasw=n

English (LSJ)

ἡ, i.e. ἡ διὰ πασῶν χορδῶν συμφωνία, concord of the first and last notes, octave; more correctly divisim, τέταται διὰ πασῶν (sc. χορδῶν) Pl.R. 432a; τὸ δὶς διὰ πασῶν Plu.2.1019b.

Spanish (DGE)

forma elíptica sobre διὰ πασῶν mús. octava τὴν δ. ἁρμονίαν D.H.Dem.2.4, cf. Alex.Aphr.in Sens.54.12, v. διά B I 4, πᾶς.

German (Pape)

[Seite 594] ἡ, eigtl. ἡ διὰ πασῶν χορδῶν συμφωνία, der durch alle (acht) Saiten gehende Accord, die Oktave, Music.

French (Bailly abrégé)

(ἡ) :
càd ἡ διὰ πασῶν (χορδῶν συμφωνία);
l'échelle de toutes les notes, l'octave.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαπασῶν, ἡ, ook los διὰ πασῶν (= ἡ διὰ πασῶν χόρδων ἁρμονία), muz. octaaf; overdr.: (σωφροσύνη) δι’ ὅλης τέταται... διὰ πασῶν παρεχομένη συνᾴδοντας τούς τε ἀσθενεστάτους... καὶ τοὺς ἰσχυροτάτους (ingetogenheid) strekt zich over de hele (stad) uit, waarbij zij ervoor zorgt dat de zwaksten en de sterkten over alle snaren (d.w.z. eenstemmig) hetzelfde lied laten horen Plat. Resp. 432a.

Russian (Dvoretsky)

διαπᾱσῶν: ἡ, чаще διὰ πασῶν (sc. χορδῶν συμφονία) всеструнный (восьмиструнный) интервал, т. е. октава Plat., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

διαπᾱσῶν: ἡ, δηλ. ἡ διὰ πασῶν χορδῶν συμφωνία, ἡ ἁρμονία τῶν τόνων πρώτου καὶ τελευταίου τῆς κλίμακος· ἡ δι᾿ ὀγδόης ἁρμονία· ὀρθότερον διῃρημένως, τέταται διὰ πασῶν (ἐνν. χορδῶν) Πλάτ. Πολ. 432Α· τὸ δὶς διὰ πασῶν Πλουτ. 2. 1019Β· - οὕτως, ἡ διὰ τεσσάρων, ἡ μεταξὺ πρώτης καὶ τετάρτης, ἡ διὰ πέντε (ἢ, δι᾿ ὀξειῶν) μεταξὺ πρώτης καὶ πέμπτης, Δαμόξ. Συντρ. 1. 56, Πλούτ. 2. 389D· πρβλ. Λεξικὸν τῶν Ἀρχαιοτήτων ἐν λέξει Μουσική.

Greek Monolingual

(ορθότερο: διά πασών), η, το (Α διαπασῶν)
1. η όγδοη μουσική νότα (ντο 1 - ντο 2)
2. μουσικό διάστημα μιας κλίμακας, η ογδόη
νεοελλ.
1. φρ. «επιστόμιο διαπασών» — μικρό μουσικό όργανο με επικρουστική γλωττίδα
2. οξύτατος τόνος (φωνής ή οργάνου)
3. το αποκορύφωμα προσπάθειας, το έπακρο
4. τα δύο κλειδιά του αρμονίου (εκκλησιαστικού οργάνου) («κλειστή διαπασών, ανοικτή διαπασών»).