υποκυβερνώ
From LSJ
μέτρον γὰρ τοῦ βίου τὸ καλόν, οὐ τὸ τοῦ χρόνου μῆκος → for life's measure is its beauty not its length (Plutarch, Consolatio ad Apollonium 111.D.4)
-άω, Α κυβερνῶ
(σχετικά με πλοίο) κυβερνώ ως υποπλοίαρχος («τῆς νεὼς ὑποκυβερνᾱν, προκυβερνᾱν ἐπὶ τοῦ πρῳράτου», Πολυδ.).