marble
From LSJ
Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein
English > Greek (Woodhouse)
substantive
Use P. πάριος λίθος, ὁ (Herodotus), μάρμορος, ὁ (late).
of marble, adj.: P. μαρμάρινος (late).