μαρμάρινος
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
η, ον, of marble, ἄγαλμα Theoc.Ep.10.2; τάφος AP7.649 (Anyt.); τροχοί D.S.17.45; εἰκών, ἄγαλμα, GDI3502 (Cnidus), SIG996.14 (Smyrna); λίθος J.AJ7.10.3.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
de marbre.
Étymologie: μάρμαρος.
German (Pape)
= μαρμάρεος, τάφος, Auyt. 16 (VII.649), aus Marmor; vgl. DS. 17.45.
Russian (Dvoretsky)
μαρμάρῐνος: (ᾰρ) мраморный (τάφος Anth.; ἄγαλμα Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
μαρμάρῐνος: [μᾰ], -η, -ον, ἐκ μαρμάρου, ἄγαλμα Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 10. 2· τάφος Ἀνθ. Π. 7. 649· τροχοὶ διοδ. 17. 46· εἰκὼν Ἐπιγραφ. Κνίδ. 52 (Newt.), Συλλ. Ἐπιγρ. 2377.
Spanish
Greek Monolingual
-η, -ο (AM μαρμάρινος, -η, -ον) μάρμαρος
αυτός που έχει κατασκευαστεί από μάρμαρο, ο μαρμαρένιος («μαρμάρινον ἄγαλμα», Θεόκρ.).
Greek Monotonic
μαρμάρῐνος: [μᾰ], -η, -ον (μάρμᾰρος), κατασκευασμένος από μάρμαρο, σε Θεόκρ.
Middle Liddell
μᾰρμάρῐνος, η, ον [μάρμᾰρος]
of marble, Theocr.
English (Woodhouse)
Léxico de magia
-ον de mármol λαβὼν ζῴδιον μαρμάρινον ξῦσον δεξιᾷ χειρὶ δεξιὸν μέρος τῆς ψωλῆς toma una figurilla de mármol y araña con tu mano derecha el lado derecho de su pene SM 96A 60