μαρμάρινος

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαρμᾰρῐνος Medium diacritics: μαρμάρινος Low diacritics: μαρμάρινος Capitals: ΜΑΡΜΑΡΙΝΟΣ
Transliteration A: marmárinos Transliteration B: marmarinos Transliteration C: marmarinos Beta Code: marma/rinos

English (LSJ)

η, ον, of marble, ἄγαλμα Theoc.Ep.10.2; τάφος AP7.649 (Anyt.); τροχοί D.S.17.45; εἰκών, ἄγαλμα, GDI3502 (Cnidus), SIG996.14 (Smyrna); λίθος J.AJ7.10.3.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de marbre.
Étymologie: μάρμαρος.

German (Pape)

μαρμάρεος, τάφος, Auyt. 16 (VII.649), aus Marmor; vgl. DS. 17.45.

Russian (Dvoretsky)

μαρμάρῐνος: (ᾰρ) мраморный (τάφος Anth.; ἄγαλμα Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

μαρμάρῐνος: [μᾰ], -η, -ον, ἐκ μαρμάρου, ἄγαλμα Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 10. 2· τάφος Ἀνθ. Π. 7. 649· τροχοὶ διοδ. 17. 46· εἰκὼν Ἐπιγραφ. Κνίδ. 52 (Newt.), Συλλ. Ἐπιγρ. 2377.

Spanish

de mármol

Greek Monolingual

-η, -ο (AM μαρμάρινος, -η, -ον) μάρμαρος
αυτός που έχει κατασκευαστεί από μάρμαρο, ο μαρμαρένιος («μαρμάρινον ἄγαλμα», Θεόκρ.).

Greek Monotonic

μαρμάρῐνος: [μᾰ], -η, -ον (μάρμᾰρος), κατασκευασμένος από μάρμαρο, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

μᾰρμάρῐνος, η, ον [μάρμᾰρος]
of marble, Theocr.

English (Woodhouse)

of marble

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Léxico de magia

-ον de mármol λαβὼν ζῴδιον μαρμάρινον ξῦσον δεξιᾷ χειρὶ δεξιὸν μέρος τῆς ψωλῆς toma una figurilla de mármol y araña con tu mano derecha el lado derecho de su pene SM 96A 60