βούνευρον
From LSJ
German (Pape)
[Seite 458] τό, Ochsenziemer, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
βούνευρον: τό, μάστιξ ἐκ δέρματος βοός, Ἀχμέτ Ὀνειρ. 17. 90.
Spanish (DGE)
-ου, τό
1 vergajo λέων καὶ ἄρκτος βουνεύρῳ περιτυχόντες Aesop.152.3.
2 vergajazo κὲ λάβι βούνευρα δέκα a un infractor TAM 5.485.12 (Lidia, biz.).
3 βούνευρον glos. a κίσσηρις Hsch.