αἱμοχαρής
English (LSJ)
ές, A = αἱματοχαρής, Sammelb.5829.4, Sch.E.Hec.24, Or.1563, Suid. s.v. αἱμωπούς.
Greek (Liddell-Scott)
αἱμοχᾰρής: -ές, = αἱματοχαρής, Χρησμ. Σιβυλλ. 3. 36· πρβλ. Σχολ. εἰς Ἑκ. 24, εἰς Ὀρ. 1563.
Spanish (DGE)
(αἱμοχᾰρής) -ές
• Grafía: graf. ἑμ- SEG 47.1291.4 (Cos IV d.C.)
que se alegra con la sangre, sanguinario αἱ. κῶμος Ἐνυαλίου IMEG 10.4 (II/I a.C.), γένος Orac.Sib.3.36, δαίμονες Hsch.H.Hom.19.8.16, cf. SEG l.c., Sch.E.Hec.24D., Or.1563D., Ath.Al.M.27.72A, Rom.Mel.60.θʹ.4.