αἱμοχαρής
Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft
English (LSJ)
αἱμοχαρές, = αἱματοχαρής, Sammelb.5829.4, Sch.E.Hec.24, Or.1563, Suid. s.v. αἱμωπούς.
Spanish (DGE)
(αἱμοχᾰρής) -ές
• Grafía: graf. ἑμ- SEG 47.1291.4 (Cos IV d.C.)
que se alegra con la sangre, sanguinario αἱ. κῶμος Ἐνυαλίου IMEG 10.4 (II/I a.C.), γένος Orac.Sib.3.36, δαίμονες Hsch.H.Hom.19.8.16, cf. SEG l.c., Sch.E.Hec.24D., Or.1563D., Ath.Al.M.27.72A, Rom.Mel.60.θʹ.4.
Greek (Liddell-Scott)
αἱμοχᾰρής: -ές, = αἱματοχαρής, Χρησμ. Σιβυλλ. 3. 36· πρβλ. Σχολ. εἰς Ἑκ. 24, εἰς Ὀρ. 1563.
Greek Monolingual
-ές (Μ αἱμοχαρής)
αυτός που χαίρεται βλέποντας να χύνεται αίμα, αιμοδιψής, κακούργος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἷμα + -χαρὴς < ἐχάρην, αόρ. του χαίρω.
German (Pape)
ές, Sp. = αἱματοχαρής.
Translations
Belarusian: крыважэ́рны; Bulgarian: кръвожаден; Catalan: sanguinari; Chinese Mandarin: 嗜血; Czech: krvelačný, krvežíznivý; Danish: blodtørstig; Dutch: bloeddorstig, bloeddorstige; Esperanto: murdema, sangavida, sangosoifanta; Finnish: verenhimoinen; French: sanguinaire; Galician: sanguinario; German: blutrünstig, blutdürstig; Greek: αιμοβόρος, αιμοβόρικος, μοβόρικος, μοβόρος, αιμοσταγής, αιμοχαρής, αιματοβόρος; Ancient Greek: αἱματοπώτης, αἱματοπῶτις, αἱματορρόφος, αἱματοχαρής, αἱμηπότης, αἱμοβόρος, αἱμόδιψος, αἱμοπότης, αἱμοπότις, αἱμοχαρής, δαφοινήεις, δαφοινός, εἰαροπότης, ἐναιμής, ἠεροπότης, ὠμηστής; Gujarati: લોહીતરસ્યું; Hungarian: vérszomjas; Icelandic: morðóður, blóðþyrstur; Ido: sango-durstanta, sango-amanta, kruela; Indonesian: haus darah; Italian: sanguinario; Japanese: 血に飢える; Latin: sanguinans, sanguineus, cruentus; Macedonian: крволочен, крвожеден; Norwegian Bokmål: blodtørstig; Nynorsk: blodtørstig; Old English: blōdiġ, blōdrēow; Polish: krwiożerczy, żądny krwi; Portuguese: encarniçado, encarniçada, sanguinário, sanguinária, sanguinolento, sanguinolenta; Russian: свирепый, кровожадный; Serbo-Croatian Cyrillic: кр̏волочан, крвожедан; Roman: krvoločan, krvožedan; Slovak: krvilačný; Slovene: krvoločen; Spanish: sanguinario; Swedish: blodtörstig; Turkish: hunhar, kana susamış; Ukrainian: кровожерливий