δεκαπλοῦς
πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται → for everyone who exalts himself will be humbled, and he who humbles himself will be exalted (Luke 14:11)
German (Pape)
[Seite 542] οῦν, zehnfach, τίμημα Din. 1, 60; Dem. 24, 83 u. A.
Spanish (DGE)
-ῆ, -οῦν
• Morfología: [ac. sg. fem. δεκαπλόαν IG 5(1).1421.7 (Ciparisia IV/III a.C.)]
décuplo, diez veces mayor, multiplicado por diez frec. en uso pred. τὸ γνωσθὲν ἀποτίνεται δεκαπλοῦν se ha de pagar el décuplo del valor estimado Arist.Ath.54.2, τὰ δὲ καὶ δεκαπλᾶ γίγνεται τῶν ὀφλημάτων y algunas deudas ascienden incluso al décuplo (de su importe), D.24.83, cf. Hyp.Dem.24.17, ἀποτεισάτω δεκαπλόαν τὰν πεντηκοστάν IG 5(1).1421.7, cf. 13 (Ciparisia IV/III a.C.), δεκαπλοῦν ἀποδότω τὸ τέλος IIl.24.8 (IV/III a.C.), ὅπως ... ζη[μιῶ] νται δεκαπλαῖς αἷς ἂν ποιῶνται βλάβαις SEG 41.1574.33 (Palestina II a.C.), δεκαπλοῦν ἐποιοῦμεν τὸ ἀνάλωμα Ph.Bel.62.31
•subst. τὸ δ. el décuplo, ITemple of Hibis 1.28 (I d.C.).