ἀλιτροδίκης
From LSJ
εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor
Greek (Liddell-Scott)
ἀλιτροδίκης: -ου, ὁ, ὁ δι’ ἀλιτηρίου τρόπου δικάζων, Μεθόδ. 104C.
Spanish (DGE)
-ου
• Prosodia: [ᾰλιτροδῐ]
cuyo juicio es impío ἄνδρες poét. en Meth.Symp.119.