ἀλιτροδίκης

From LSJ

Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrumGewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht

Menander, Monostichoi, 503

Greek (Liddell-Scott)

ἀλιτροδίκης: -ου, ὁ, ὁ δι’ ἀλιτηρίου τρόπου δικάζων, Μεθόδ. 104C.

Spanish (DGE)

-ου
• Prosodia: [ᾰλιτροδῐ]
cuyo juicio es impío ἄνδρες poét. en Meth.Symp.119.