ἀνθρωπαῖος

From LSJ
Revision as of 12:46, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs)

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source

Spanish (DGE)

-ον
que adopta la naturaleza humanade Cristo op. ἄνθρωπος Cyr.Al.Chr.Un.51.750A.

Greek Monolingual

ἀνθρωπαῖος, ο (Μ)
αυτός που κατοίκησε μέσα στον άνθρωπο (θεολογικός όρος που χρησιμοποιούν ο Κύριλλος και ο Ι. Δαμασκηνός για να αντικρούσουν τις απόψεις του Νεστόριου).