γκριμάτσα
From LSJ
Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches
Greek Monolingual
και γριμάτσα, η
στιγμιαία παραμόρφωση της συνηθισμένης έκφρασης του προσώπου, μορφασμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. grimazza (πρβλ. αγγλ. και γαλλ. grimace, αρχ. ισπ. grimazo)].