δουλοπάροικος

Revision as of 07:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ο
καλλιεργητής υποτελής του φεουδάρχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. «serf de la glebe»). Η λ. μαρτυρείται από το 1819 στον Αδ. Κοραή].