ερωτιάρης
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
-α, -ικο και ερωτιάρικος, -η, ο
ερωτύλος, επιρρεπής στον έρωτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, -ωτος + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. κιτριν-ιάρης, κοκαλ-ιάρης, ψωρ-ιάρης κ.ά.)].