Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei
οαυτός που επιδιώκει επαίνους.[ΕΤΥΜΟΛ. < έπαινος + -θήρας (< θήρα «κυνήγι», πρβλ. θεσι-θήρας, προικο-θήρας)].