οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky
οαυτός που επιδιώκει επαίνους.[ΕΤΥΜΟΛ. < έπαινος + -θήρας (< θήρα «κυνήγι», πρβλ. θεσιθήρας, προικοθήρας)].