Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
εὔυδρος, -ον (ΑΜ)
(για χώρα) αυτός που έχει πολύ, άφθονο νερό
αρχ.
αυτός που έχει ωραίο νερό («τὸν εὔυδρον δονακόχλοα λιπόντες Εὐρώταν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -υδρος (< ύδωρ), πρβλ. άν-υδρος, πολύ-υδρος].