ζευγοφορούμαι
From LSJ
ἐὰν οὖν τὰ μαλακὰ σκληρῶς καὶ τὰ σκληρὰ μαλακῶς λέγηται, πιθανὸν γίγνεται → but if, as a result, gentle things are said harshly and harsh things gently, the result is unpersuasive
ἐὰν οὖν τὰ μαλακὰ σκληρῶς καὶ τὰ σκληρὰ μαλακῶς λέγηται, πιθανὸν γίγνεται → but if, as a result, gentle things are said harshly and harsh things gently, the result is unpersuasive
ζευγοφοροῦμαι, -έομαι (Α)
μεταφέρομαι από ζεύγος βοδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζεύγος + -φορούμαι (< -φόρος < φέρω), πρβλ. προικο-φορούμαι, τυμπανο-φορούμαι].