ηλεκτράμαξα

Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
σιδηροδρομικό όχημα έλξης που κινείται με ηλεκτρική ενέργεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. electric locomotive < electric (πρβλ. ηλεκτρικός) + locomotive «άμαξα». Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία].