ηλιοφώτιστος
From LSJ
μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god
Greek Monolingual
-η, -ο
αυτός που φωτίζεται από τον ήλιο, ο ηλιόλουστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -φώτιστος (< φωτίζω), πρβλ. νεο-φώτιστος, ολο-φώτιστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1853 στον Στέφ. Α. Κουμανούδη].