ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses
ἡμιπύρωτος, -ον (Α)ο κατά το ήμισυ πυρωμένος, ο εν μέρει καμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -πυρωτος (< πυρώ), πρβλ. ανεκ-πύρωτος, α-πύρωτος].