ημιπύρωτος
From LSJ
Βλάπτει τὸν ἄνδρα θυμὸς εἰς ὀργὴν πεσών → Nociva res est animus irae traditus → Es schadet, wenn des Mannes Sinn dem Zorn verfällt
Greek Monolingual
ἡμιπύρωτος, -ον (Α)
ο κατά το ήμισυ πυρωμένος, ο εν μέρει καμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -πυρωτος (< πυρώ), πρβλ. ανεκπύρωτος, απύρωτος].