ημιόνειος

Revision as of 07:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἡμιόνειος και ιων. τ. ἡμιόνεος, -α, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει σε ημίονο ή σύρεται από ημίονο («ἅμαξα ἡμιόνειος», Ομ. Οδ.)
2. φρ. «κόπρος ἡμιονείη»
ἡμιονίς, κοπριά ημιόνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημίονος + επίθημα -ειος (πρβλ. κύκν-ειος, χελιδόν-ειος)].