ἡπατουργός, -όν (Α)(για τον Περσέα) αυτός που κόβει το ήπαρ για μαντεία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπαρ, -ατος + -ουργός < έργον (πρβλ. δραματ-ουργός, κερατ-ουργός)].