θηριοβόλος, -ον (Α)τόπος που βγάζει θηρία, που φιλοξενεί άγρια ζώα.[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + -βολος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. εκατη-βόλος, εκη-βόλος.