θηριοβόλος
From LSJ
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
Greek Monolingual
θηριοβόλος, -ον (Α)
τόπος που βγάζει θηρία, που φιλοξενεί άγρια ζώα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + -βολος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. εκατηβόλος, εκηβόλος.