θολόεις

From LSJ
Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

Λόγοις ἀμείβου τὸν λόγοις πείθοντά σε → Verbis repone verba suasori tuo → Mit Worten gib dem Antwort, der mit Worten rät

Menander, Monostichoi, 311

German (Pape)

[Seite 1214] εσσα, εν, = θολερός, Opp. Hal. 3, 164, l. d.

Greek Monolingual

θολόεις, -εσσα, -εν (Α)
θολερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θολός + επίθημα -(ό)εις (πρβλ. ομφαλ-όεις, υαλ-όεις)].