Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
τοίδρωμα με άφθονο ιδρώτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ίδρος + -κοπι (< κόπος), πρβλ. μεθο-κόπι, ποδο-κόπι].