ιδροκόπι

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source

Greek Monolingual

το
ίδρωμα με άφθονο ιδρώτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ίδρος + -κοπι (< κόπος), πρβλ. μεθοκόπι, ποδοκόπι].