θόριο
From LSJ
το χημ.
ραδιενεργό χημικό μεταλλικό στοιχείο της σειράς τών ακτινιδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. thorium < Thor, ονομασία σκανδιναβικού θεού της αστραπής). Η λ. στον λόγιο τ. θόριον μαρτυρείται από το 1896 στον Αν. Κ. Χρηστομάνο].